ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

számol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
számol

μέτρηση◼◼◼

κατηγορία◼◼◻

καταμέτρηση◼◼◻

αριθμώ

θεωρώ

κόμης

μετράω

μετράω (metráo)

μετρώ

υπολογίζω

számolás

καταμέτρηση◼◼◼

μέτρηση◼◼◻

κατηγορία◼◻◻

υπολογισμός◼◻◻

Számológép

Αριθμομηχανή◼◼◼

számológép

αριθμομηχανή◼◼◼

ηλεκτρονικός υπολογιστής

κομπιουτεράκι

υπολογιστής

beszámol

έκθεση◼◼◼

αναφορά◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

διηγούμαι

beszámoló

έκθεση◼◼◼

σχέση◼◼◻

αναφορά◼◼◻

περιγραφή◼◼◻

λογαριασμός◼◻◻

λόγος◼◻◻

cégfelszámolás

κλείσιμο επιχείρησης

elszámoltathatóság

υπευθυνότητα◼◼◼

elszámolás

λογιστική◼◼◼

αναφορά◼◻◻

λογαριασμός◼◻◻

εκκαθαριστικό◼◻◻

λόγος◼◻◻

παρτιτούρα

elszámolási rendszer

λογιστικό σύστημα◼◼◼

σύστημα λογαριασμών◼◻◻

felszámolás

κλείσιμο◼◼◼

12

Το ιστορικό σας