ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εξάλειψη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εξάλειψη

felszámolása

εξάλειψη (απομάκρυνση) των ρύπων

szennyezőanyag eltávolítás