ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εκκαθαριστικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εκκαθαριστικό

elszámolás◼◼◼

engedély◼◼◻

hozzáférés◼◼◻

klíring◼◻◻