ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szám σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szám

αριθμός◼◼◼

αριθμός (arithmós)◼◼◼

πλήθος◼◼◻

πλήθος (plíthos)◼◼◻

ποσότητα◼◼◻

ψηφίο◼◻◻

βαθμός◼◻◻

τεύχος◼◻◻

αντίγραφο◼◻◻

Z◼◻◻

πρώτος◼◻◻

ρυθμός◼◻◻

κομμάτι◼◻◻

αντίτυπο

τροχιά

μετατρόχιο

αθροίζω

αριθμώ

νούμερο

νούμερο (το)

Szám

Αριθμός◼◼◼

számadás

λογαριασμός

számbeli

αριθμός◼◼◼

számjegy

ψηφίο◼◼◼

αριθμός◼◼◼

θέση◼◻◻

σημείο◼◻◻

ποσότητα◼◻◻

Z

πλήθος

νούμερο

számjelzés

ποσότητα◼◼◼

számkivetés

εξορία

számla

τιμολόγιο◼◼◼

αποδοχή◼◼◻

αναφορά◼◼◻

παραλαβή◼◼◻

λήψη◼◼◻

απόδειξη◼◻◻

συναλλαγματική◼◻◻

12

Το ιστορικό σας