ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τιμολόγιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τιμολόγιο

számla◼◼◼

igazolás◼◻◻

bizonyítvány◼◻◻

jegyzék◼◻◻

jegy◼◻◻

levél

σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο.

a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt.

το τιμολόγιο είναι υπερήμερο

ez a számla késik