ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

semmi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megsemmisülés

ναυάγιο◼◼◼

nem éreztem semmit a műtét alatt

δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω)

nincs semmi esélyünk

δεν έχουμε καμία πιθανότητα

nincs semmi meleg víz

δεν υπάρχει ζεστό νερό

végül csak elmentem moziba, bár nem volt semmi kedvem

τελικά πήγα στο σινεμά αν και δεν είχα καμία διάθεση

12

Το ιστορικό σας