ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendesen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendesen

δίκαιο◼◼◼

rendesen bántak veled?

σου φέρθηκαν καλά; (kezel vmit) χερίζομαι (-στώ)(+ tárgyeset)

Το ιστορικό σας