ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

részvétel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
részvétel

συμμετοχή (η)◼◼◼

παρουσία◼◻◻

aktív részvétel

ενεργός συμμετοχή◼◼◼

társadalmi részvétel

συμμετοχή του δημοσίου

Το ιστορικό σας