ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μερίδιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μερίδιο

részesedés◼◼◼

rész◼◼◻

részvény◼◻◻

megosztás◼◻◻

megoszt

παίρνω μερίδιο

részt vesz

τοκομερίδιο

kamat◼◼◼

kupon◼◼◻

érdek◼◻◻