ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

polgár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
polgár

πολίτης◼◼◼

πολίτης (ο)◼◼◼

υπήκοος◼◼◻

πολίτις

polgárháború

εμφύλιος πόλεμος◼◼◼

εμφύλιος πόλεμος (emfýlios pólemos)

Polgárháború

Εμφύλιος πόλεμος

polgári

αστικός◼◼◼

άμαχος◼◼◼

πολιτικός◼◼◻

πολίτης◼◻◻

polgári jog

αστικό δίκαιο◼◼◼

polgári légiforgalom

εναέρια κυκλοφορία πολιτικής αεροπορίας

polgári védelem

πολιτική ασφάλεια◼◼◼

προστασία των πολιτών

polgármester

δήμαρχος (dímarkhos)◼◼◼

Polgármester

Δήμαρχος◼◼◼

polgárság

υπηκοότητα◼◼◼

αστική τάξη

μπουρζουαζία

Amerikai polgárháború

Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος

eu állampolgárok

πολίτες εε

polgármester

δήμαρχος◼◼◼

környezeti állampolgárság

περιβαλλοντική ιθαγένεια

Nemzetközi Polgári Repülési Szervezet

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας◼◼◼

Spanyol polgárháború

Ισπανικός Εμφύλιος

állampolgár

υπήκοος◼◼◼

πολίτης◼◼◻

κάτοικος◼◼◻

αντικείμενο◼◻◻

θέμα◼◻◻

υποκείμενο◼◻◻

υποκείμενος◼◻◻

állampolgári jogok

δικαιώματα του πολίτη

állampolgári kezdeményezés

πρωτοβουλία πολιτών◼◼◼

állampolgári tudatosság

πολιτική συνείδηση

állampolgárság

ιθαγένεια◼◼◼

υπηκοότητα◼◼◼

εθνικότητα◼◼◻

Το ιστορικό σας