ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pór σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pór

αγρότης

χωρικός

Pórosz

Πόρος

pórus

πόρος

póráz

λουρί

póréhagyma

πράσο (práso)◼◼◼

diaszpóra

διασπορά◼◼◼

napóra

ηλιακό ρολόι

spóra

σπόριο◼◼◼

spórol

αποταμιεύω

spórás

κρυπτόγαμα

spórás/virágtalan növény

κρυπτόγαμα

Το ιστορικό σας