ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pénzügyi hozzájárulás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pénzügyi hozzájárulás

χρηματική συνεισφορά/χρηματοδοτική συμμετοχή