ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

operáció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
operáció

χειρουργική◼◼◼

επιχείρηση

πράξη

operációs rendszer

λειτουργικό σύστημα◼◼◼

λειτουργικό σύστημα (litourgikó sístima)◼◼◼

Operációs rendszer

Λειτουργικό σύστημα◼◼◼

kooperáció

συνεργασία◼◼◼

Το ιστορικό σας