ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

oltár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
oltár

αγία τράπεζα

βωμός

Oltár

Βωμός

Oltár csillagkép

Βωμός (αστερισμός)

oltár

Αγιά Τράπεζα

zsoltár

ψαλμός

Το ιστορικό σας