ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών)

nyersanyag fogyasztás