ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tanulás

διάβασμα

μελετώ

σπουδάζω

σπουδή

tanulatlan

αγράμματος

tanulmány

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

tanulmányoz

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

tanulni

να μελετήσω

tanulni jöttem ide

ήρθα για σπουδές

tanulnom kell

πρέπει να διαβάσω

tanuló

μαθητευόμενος◼◼◼

φοιτητής◼◼◼

σπουδαστής◼◼◼

σπουδαστής (spoudastís)◼◼◼

κόρη

μαθήτρια

σπουδάστρια

σπουδάστρια (spoudástria)

φοιτήτρια

tanuló (fiú)

μαθητής (ο)◼◼◼

tanuló (lány)

μαθήτρια (η)

tanulok ...

μαθαίνω ...

tanulóvezető

μαθητής οδήγησης

tanulság

άσκηση◼◼◼

δίδαγμα◼◼◼

μάθημα◼◼◼

μαθήματα◼◼◼

titokban, észrevétlenül

κρυφά

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση

utolsó hívás a miami-ba utazó smith nevű utasnak, kérjük haladéktalanul fáradjon a 32-es kapuhoz

τελευταία αναγγελία για τον επιβάτη κ. σμιθ στην πτήση για μαιάμι, παρακαλώ να προσέρθει το γρηγορότερο δυνατόν στην έξοδο τριαντα δύο

valószínűleg

πιθανόν◼◼◼

πιθανώς◼◼◼

μάλλον◼◼◻

πιθανός◼◻◻

váratlanul

αναπάντεχα◼◼◼

απρόβλεπτα◼◼◻

2345

Το ιστορικό σας