ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μαθήτρια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μαθήτρια

diák

diáklány

iskolás

tanuló

μαθήτρια (η)

tanuló (lány)

συμμαθήτρια (η)

osztálytársnő