ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διάβασμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διάβασμα

olvasás

tanulás

διάβασμα (το)

olvasás, tanulás

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét