ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nem tudom eldönteni, hogy kinek van igaza

δεν μπορώ να κρίνω ποιος έχει δίκιο

nem tudtam, hogy ennyire szeretsz

δεν ήξερα ότι με αγαπάς τόσο πολύ

nem túl jól

όχι και τόσο καλά

nem túl rosszul, köszönöm

όχι άσχημα, ευχαριστώ

nem vagyok biztos benne

δεν είμαι σίγουρος / σίγουρη

nem vagyok jól

δεν έιμαι καλά

nem vagyok jól, ma nem fogok tudni bemenni

δεν αισθάνομαι καλά και δεν θα μπορέσω να έρθω σήμερα

nem vagyok olyan hangulatban

δεν έχω διάθεση

nem vettem észre, mikor mentél el

δεν κατάλαβα πότε έφυγες

nem volt rossz

μπλε

nem zavar

δεν με απασχολεί

néma

άηχος

άλαλος

βουβός

μουγγός

nemdohányzó

απαγορεύεται το κάπνισμα◼◼◼

Nemeai oroszlán

Λέων της Νεμέας

némely

μερικές◼◼◼

αρκετά◼◼◻

μερικά◼◼◻

ορισμένος◼◻◻

némelyik

μερικά◼◼◼

μερικές◼◼◻

μερικοί◼◼◻

αρκετά◼◻◻

περίπου◼◻◻

nemes

ευγενής◼◼◼

αριστοκράτης

αριστοκρατικός

άριστος

nemesgáz

ευγενή αέρια◼◼◼

Nemesgáz

Ευγενή αέρια◼◼◼

nemesség

αριστοκρατία

ευγένεια

Nemeszisz

Νέμεσις

német

Γερμανικά◼◼◼

Γερμανία◼◼◼

γερμανική γλώσσα◼◼◼

γερμανικός◼◼◻

γερμανικός (germanikós)◼◼◻

2345

Το ιστορικό σας