ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

απαγορεύεται το κάπνισμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
απαγορεύεται το κάπνισμα

nemdohányzó◼◼◼

tilos a dohányzás◼◼◼

dohányozni tilos

απαγορεύεται το κάπνισμα (apagorévetai to kápnisma)

tilos a dohányzás