ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άριστος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άριστος

kiváló◼◼◼

optimális◼◼◼

jobb

kitűnő

legjobb

nemes

άριστος (-η-ο)

kitűnő

ακαθάριστος

bruttó◼◼◼

ακαθάριστος μισθός

bruttó fizetés

αχάριστος

hálátlan

ευχάριστος

kellemes

ευχάριστος (-η-ο)

kellemes

ευχάριστος / ευχάριστη / ευχάριστο

kellemes