ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nőtlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nőtlen

άγαμος

ανύπαντρος

αστεφάνωτος

μπεκιάρης

Το ιστορικό σας