ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
γιατρός | orvos (m)◼◼◼ doktor◼◻◻ doktor (m)◼◻◻ |
γιατρός (ο/η) | orvos◼◼◼ |
(orvos) ο γιατρός, (cím) ο/η διδάκτωρ/διδάκτορας | |
εαν δεν υποχωρήσει μέσα σε μια εβδομάδα, θα πρέπει να το κοιτάξει ένας γιατρός | ha egy hét múlva nincs javulás, fel kell keresnie az orvosát |
ο / η γιατρός είναι έτοιμος να σας δει | |
ο Νίκος θα γίνει γιατρός | |
οδοντογιατρός | |
σε πέντε χρόνια ο Νίκος θα είναι πια γιατρός, | |
ψευτογιατρός |