ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

növényfaj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
növényfaj

φυτικό είδος◼◼◼

növényfajok betelepítése

εισαγωγή φυτικού είδους

növényfajok újbóli betelepítése

επανεισαγωγή φυτικών ειδών

veszélyeztetett növényfajok

φυτικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση)

φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]

Το ιστορικό σας