ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση] σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]

veszélyeztetett növényfajok