ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

motorkerékpár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
motorkerékpár

μοτοσικλέτα◼◼◼

δίκυκλο◼◻◻

μηχανή (mikhaní) , δίκυκλο (ðíkiklo) μοτοσικλέτα (motosikléta)

Motorkerékpár

Μοτοσικλέτα◼◼◼

motorkerékpár versenyzés

μότοκρος

Το ιστορικό σας