ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μηχανή (mikhaní) , δίκυκλο (ðíkiklo) μοτοσικλέτα (motosikléta) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μηχανή (mikhaní) , δίκυκλο (ðíkiklo) μοτοσικλέτα (motosikléta)

motorkerékpár