ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

menekül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
menekül

αποδιδράσκω

δραπετεύω

ξεφεύγω

φεύγω

menekülés

διαφυγή◼◼◼

φυγή◼◼◻

απόδραση◼◻◻

πτήση◼◻◻

λιποταξία

φόβος

Το ιστορικό σας