ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megközelítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megközelítés

πρόσβαση◼◼◼

εκτίμηση◼◼◼

προσπέλαση◼◻◻

rugalmas környezetvédelmi megközelítés

ευέλικτη προσέγγιση (του θέματος) της προστασίας

általános megközelítést

γενική προσέγγιση◼◼◼