ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

maga σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
magától értetődő

αυτονόητος

magaviselet

συμπεριφορά◼◼◼

magazin

περιοδικό◼◼◼

περιοδικό (periodiko)◼◼◼

εφημερίδα◼◻◻

γεμιστήρας

állami-magán partnerség

συνεταιρισμός (εταιρική σχέση) ιδιωτών-δημοσίου

álmosnak érezheti magát

μπορεί να σας φέρει υπνηλία

általában hogy érzi magát?

πώς νιώθετε τον τελευταίο καιρό γενικότερα;

anyagok magatartása

συμπεριφορά (των) ουσιών

betegnek érzem magam

αισθάνομαι άρρωστος/άρρωστη

dagály legmagasabb szintje

ύδατα πλημυρίδας

depressziósnak érzem magam

έχω κατάθλιψη τελευταία

egymagában

μόνος

elszégyellte magát és elfutott

ντράπηκε και έφυγε τρέχοντας

éppen őt akarod magaddal vinni?

αυτόν βρήκες να πας μαζί σου

érez, érzi magát

αισθάνομαι (αισθανθώ)

érezd magad otthon; érezzétek magatokat otthon

σαν στο σπίτι σου / σαν στο σπίτι σας

és te magad?

και εσύ;

fel kell adnom ezt, vagy magammal vihetem?

αυτό χρειάζεται να το περάσω μέσα ή μπορώ να το πάρω μαζί μου;

hogy érezted magad Görögországban?

πώς πέρασες στην Ελλάδα;

hogy érzed magad?

πως αισθάνεσαι;

hogy érzed magad? - jobban vagyok

πώς αισθάνεσαι; - νιώθω καλύτερα

jobban érzed magad?

νιώθεις λίγο καλύτερα;

jól érzed magad?

νιώθεις καλά;

jól érzem magam

νιώθω μια χαρά

kéménymagasság

ύψος καπνοδόχου

kérem hagyjon magamra

παρακαλώ άσε με ήσυχο

kérjük maradjanak a helyükön, amíg a gép el nem éri a repülési magasságot és a biztonsági öveket bekapcsolni jelzés ki nem alszik

παρακαλώ παραμείνετε καθισμένοι μέχρι το αεροσκάφος να έρθει σε πλήρη ακινησία και η ένδειξη προσδέστε τις ζώνες σας να έχει σβήσει

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

kipihented magad?

ξεκουράστηκες;

kis magasságú repülés

χαμηλή πτήση

kizártam magam ...

έχω κλειδωθεί έξω από το ...

környezetileg felelős magatartás

περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά

közepes magasságú

μέτριο ανάστημα

külön, magán-, különös, sajátos

ιδιαίτερος (-η-ο)

már jól vagyok, de még gyengének érzem magam

είμαι πια καλά αλλά νιώθω ακόμα αδύναμος

megégettem magam

κάηκα

megérteti magát

συνεννοούμαι

meggondolja magát

μετανιώνω

1234

Το ιστορικό σας