ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

maga σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megvágtam magam

κόπηκα

mit képzelsz magadról!

τι νομίζεις για τον εαυτό σου!

nagyon fáradtnak érzem magam

νιώθω πολύ κούραση

nem érzem jól magam

δεν αισθάνομαι καλά

nem érzem túl jól magam

δεν νιώθω πολύ καλά

nemzetközi magánjog

ιδιωτικό διεθνές δίκαιο◼◼◼

ő maga

ο/η/το ίδιος (-α-ο)

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

ξεκουράζω

saját maga csomagolta a táskáit?

μόνοι σας φτιάξατε τις βαλίτσες σας;

szégyenlősködik, (el)szégyelli magát

ντρέπομαι

szörnyen érzem magam

αισθάνομαι χάλια

tart (→ κρατιέμαι tartja magát)

κρατάω

túlzottan magas tetőkémény

υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων

van magán egészségügyi biztosítása?

έχετε ιδιωτική ασφάλιση;

vigyél el magaddal!

πάρε με μαζί σου! (valahova) πηγαίνω (πάω, πήγα)

virtuális magánhálózat

εικονικό ιδιωτικό δίκτυο◼◼◼

234

Το ιστορικό σας