ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γεμιστήρας σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γεμιστήρας

tölténytár◼◼◼

lőszer◼◼◻

tár◼◼◻

magazin