ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

műszak σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
műszak

βάρδια◼◼◼

ωράριο◼◻◻

műszaki

τεχνικός◼◼◼

τεχνολογικός

fenntartás (műszaki)

συντήρηση◼◼◼

(τεχνική) συντήρηση

kell váltóműszakban dolgoznom?

θα χρειαστεί να δουλεύω βάρδιες;

váltóműszak

βάρδια

Το ιστορικό σας