ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

műanyag σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
műanyag

πλαστικό (υλικό)/πλαστική ύλη◼◼◼

πλαστικός◼◼◻

εύπλαστος

műanyaghulladék

πλαστικά απορρίμματα◼◼◼

újrahasznosítható műanyag

ανακυκλώσιμο πλαστικό

Το ιστορικό σας