ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σκόνη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σκόνη

por◼◼◼

anyag◼◼◻

liszt◼◻◻

őrlemény◼◻◻

σκόνη (skóni)

por◼◼◼

σκόνη (η)

por◼◼◼

σκόνη για κάρυ

curry-por

αποκονίωση/αφαίρεση (απομάκρυνση) της σκόνης

portalanítás

λεπτόκοκκη(ος) σκόνη (κονιορτός)

finom por