ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

len σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lényegében

στην ουσία, ουσιαστικά

στοιχειωδώς

lényeges

ουσιώδης◼◼◼

συναφής◼◼◻

σχετικός◼◻◻

ουσιαστικός◼◻◻

ουσιαστικός (-ή-ό)◼◻◻

μεγάλος◼◻◻

κλειδί

πρώτιστος

lényegi

ουσιαστικό◼◼◼

ουσιώδης◼◼◻

lényegtelen

μικρή◼◼◼

(jelentéktelen) ασήμαντος (-η-ο)

ασήμαντος / ασήμαντη / ασήμαντο

άσχετος

lenyel

καταπίνω

καταπίνω (καταπιώ)

χελιδόνι

lenyomat

αποτύπωμα◼◼◼

αποτύπωση◼◻◻

lenyomoz

εντοπίζω

lenyűgöz

εντυπωσιάζω (-σω)

lenyűgözött bennünket Budapest szépsége

εντυπωσιαστήκαμε από την ομορφιά της Βουδαπέστης

lenyugszik

δύω

έτοιμος

σκηνικό

σύνολο

lenyúz

δέρμα◼◼◼

γδέρνω

(+ birtokos eset) ellen, szemben

εναντίον

(+ birtokos eset) ellenében

έναντι

(+ tárgyeset) felé, alatt, szerint; (+birtokos eset) ellen

κατά

[+ alanyeset] mondják, hívják vhogy), jelent: τι θα πει; mit jelent?

λέγομαι

a jelenség megfordíthatatlansága

μη αναστρεψιμότητα του φαινομένου

a lényeg az, hogy...

ουσία/σημασία έχει ότι...

a rendszer nem működik jelenleg

έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή

abba kellene hagynia a dohányzást

θα πρέπει να κόψετε το κάπνισμα

acetilén

ακετυλένιο◼◼◼

ασετιλίνη◼◼◻

1234

Το ιστορικό σας