ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

len σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
acetilén

αιθίνιο◼◻◻

alkotmányellenes

αντισυνταγματικός◼◼◼

álvéletlen

ψευδοτυχαίος

amerikai bölény

βίσονας

βόνασος

annak ellenére, hogy

παρόλο που

ár (’poa’-az ár a jelentkezésen rövidítése)

τιμή πάνω στην αίτηση (σύντμηση)

argó, szleng

αργκό (η)

az ellenzék nyomást gyakorol a kormányra

η αντιπολίτευση ασκεί πίεση στην κυβέρνηση

bárcsak itt lennél!

μακάρι να ήσουν εδώ!

bármiképen, feltétlenül, mindenféleképpen

οπωσδήποτε

be kell jelentkeznem?

χρειάζεται να κλείσω ραντεβού;

be szeretnék jelenteni egy ...

θα ήθελα να αναφέρω μια...

befejezetlen

ελλιπής◼◼◼

εν εξελίξει◼◼◼

ατελείωτος (-η-ο)

ατελής

τσαπατσούλικος

bejelent

έκθεση◼◼◼

αναφορά◼◼◻

αναφέρω

(hivatalosan) δηλώνω (-σω)

bejelentés

δήλωση◼◼◼

ανακοίνωση◼◼◼

αναγγελία◼◼◼

καταγγελία◼◼◻

εντολή◼◻◻

εξαγγελία◼◻◻

εγγραφή◼◻◻

κράτηση◼◻◻

διαφήμιση

αγγελία

bejelentettem a poggyászom eltűnését

δήλωσα την απώλεια των αποσκευών μου

bejelentkezés

εγγραφή◼◼◼

check-in

είσοδος

bejelentkezni

κάνω check in

beléndek

δαιμοναριά

bemutat, ismertet (→παρουσιάζομαι) jelentkezik

παρουσιάζω

bevehetetlen

απόρθητος

2345

Το ιστορικό σας