ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

le σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
legyalogol

βαδίζω

περπατώ

legyen

πρόκειται◼◼◼

είμαι

legyen óvatos!

πρόσεχε!

legyen szíves

παρακαλώ

legyez

ανεμιστήρας

βεντάλια

οπαδός

legyező

ανεμιστήρας

βεντάλια

οπαδός

legyőz

ανατρέπω

ήττα

νικώ

νικώ (-άω, -ήσω)

legyőzhetetlen

αήττητος

ακαταμάχητος

ανίκητος

gzés

αναπνοή◼◼◼

gzőrendszer

αναπνευστικό σύστημα◼◼◼

gzőrendszer

Αναπνευστικό σύστημα◼◼◼

gzőszervi betegség

αναπνευστικό νόσημα

gzsák

αερόσακος◼◼◼

lehagy

προσπερνώ (-άω, -άσω)

lehajol

σκύβω

lehalkít

χαμηλώνω (-σω)

lehel

αναπνέω

εκπνέω

lehelet

ανάσα

η άχνα, το χνώτο

lehet

μπορεί◼◼◼

επιτρέπεται◼◼◻

ίσως◼◻◻

μάλλον◼◻◻

μπορεί, (szabad) επιτρέπεται

μπορώ

lehet(séges)

γίνεται◼◼◼

lehet, hogy esni fog

μπορεί να βρέξει

lehet itt dohányozni?

επιτρέπεται εδώ το κάπνισμα;

6789

Το ιστορικό σας