ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αναπνοή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αναπνοή

légzés◼◼◼

lélegzik◼◼◼

lélegzet◼◻◻

έχω δυσκολία στην αναπνοή

problémáim vannak a légzésemmel

αέρας αναπνοής/αέρας κατάλληλος για την αναπνοή

belégzett levegő

η αναπνοή, η ανάσα

lélegzet