ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

laptop σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
laptop

φορητός υπολογιστής◼◼◼

φορητός◼◼◻

κινητό τηλέφωνο◼◻◻

λάπτοπ

ellopták a laptopomat

μου κλέψανε το λάπτοπ

kérem vegye ki a laptopját ha lehetséges

παρακαλώ βγάλτε το λάπτοπ από τη θήκη του

Το ιστορικό σας