ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ipari létesítmény

βιομηχανική εγκατάσταση◼◼◼

jelenlét

παρουσία◼◼◼

διάταξη◼◻◻

προφίλ◼◻◻

lét

ευημερία◼◼◼

πρόνοια◼◻◻

επάρκεια

ευπορία

προκοπή

kilét

ταυτότητα◼◼◼

kulturális létesítmény

χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων

kérjük tartsa készenlétben az útlevelét

παρακαλώ έχετε το διαβατήριο σας έτοιμο

készenlét

επιφυλακή◼◼◼

αναμονή◼◼◼

ετοιμότητα◼◼◼

προετοιμασία◼◼◻

közösségi létesítmény

δημόσια εγκατάσταση

láthatnám az útlevelét, kérem?

θα μπορούσα να δω το διαβατήριο σας παρακαλώ;

láthatnám az útlevelét és a beszállókártyáját, kérem?

μπορώ να δω το διαβατήριο και την κάρτα επιβίβασης;

láthatnám az útlevelét?

μπορώ να δω το διαβατήριο σας παρακαλώ;

lépcső, létra

σκάλα (η)

mi nagyon élveztük az ittlétünket

ευχαριστηθήκαμε πολύ τη διαμονή μας

mit szeretsz az ittlétben?

τι σου αρέσει ;

nagy kockázatot jelentő létesítmény

εγκατάσταση υψηλής επικινδυνότητας

nukleáris létesítmény

πυρηνική εγκατάσταση◼◼◼

rosszullét

αδιαθεσία◼◼◼

salétromsav

νιτρικό οξύ◼◼◼

társadalmi jólét

κοινωνική πρόνοια

távollét

απουσία◼◼◼

távollétében

ερήμην◼◼◼

van, létezik

υπάρχει

vegyi létesítmény

χημική εγκατάσταση

veszélyes létesítmény

επικίνδυνη εγκατάσταση

én nagyon élveztem az ittlétet

ευχαριστήθηκα πολύ τη διαμονή μου

új létesítmény

νέα εγκατάσταση◼◼◼

123

Το ιστορικό σας