ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επάρκεια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επάρκεια

jólét◼◼◼

ανεπάρκεια

hiány◼◼◼

elégtelenség◼◼◼

σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας

szerzett immunhiányos tünetegyüttes◼◼◼

σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (síndromo epíktitis anosologikís anepárkias)

AIDS◼◼◼