ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
létrehoz

εργασία◼◻◻

νόμισμα◼◻◻

γεννώ

δημιουργώ

δημιουργώ (-ήσω)

επινοώ

κάνω

κατασκευάζω

μάρκα

παράγω

πλάθω

φτιάχνω

létrehozás

επιβεβαίωση◼◼◼

αναπαραγωγή◼◼◻

létrejön

δημιουργείται (-ηθεί)◼◼◼

létrejön)

δημιουργούμαι

létrejötte

εγκαθίδρυση◼◼◼

létszám

αριθμός◼◼◼

ο αριθμός◼◼◼

δύναμη◼◻◻

πλήθος

ποσότητα

létszámleépítés

απόλυση◼◼◼

Létó

Λητώ (μυθολογία)

atléta

αθλήτρια

αθλητής

atlétatrikó

φανέλα

atlétika

αθλητισμός◼◼◼

γυμναστική

Atlétika

Στίβος

atlétikai

αθλητικός◼◼◼

az útlevelét és a jegyét kérem

το διαβατήριο και το εισητήριο σας παρακαλώ

biléta

εισιτήριο

csalétek

δόλωμα◼◼◼

egy kis zselét

λίγο τζελ

egyedüllét

μοναξιά

egészségügyi létesítmény

υγειονομική εγκατάσταση

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

ez nem létezik!

αν είναι δυνατόν!

hányféle játék létezik?

όσων ειδών παιχνίδια υπάρχουν; sokféle játékom van έχω διάφορα παιχνίδια

123

Το ιστορικό σας