ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kormánykerék

τιμόνι◼◼◼

kormánylapát

πηδάλιο◼◼◼

kormányoz

οδηγός◼◼◼

κυβερνώ

kormánypolitika

κυβερνητική πολιτική/πολιτική της κυβέρνησης

kormányrúd

οίαξ◼◼◼

kormánytanácsadó testület

συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης

kormányzás

διακυβέρνηση◼◼◼

κυβέρνηση◼◻◻

kormányzási forma

μορφή διακυβέρνησης

kormányzat

κυβέρνηση◼◼◼

διοίκηση◼◼◻

διακυβέρνηση◼◼◻

διαχείριση◼◼◻

kormányzati

κυβερνητικός◼◼◼

kormányzati épület

κυβερνητικό κτήριο (μέγαρο)

kormányzati felelősség

ευθύνη της κυβέρνησης/κυβερνητική ευθύνη

kormányzó

κυβερνήτης◼◼◼

διοικητής◼◼◻

kormeghatározás

χρονολόγηση

körméret

περιφέρεια◼◼◼

kormorán

κορμοράνος

kornett

κορνέτα◼◼◼

környék

περιοχή◼◼◼

περιοχή (η)◼◼◼

περιβάλλον◼◼◻

περίχωρα◼◻◻

γειτονιά◼◻◻

περιφέρεια◼◻◻

δήμος◼◻◻

διαμέρισμα◼◻◻

η περιοχή◼◻◻

γειτνίαση

συνοικία

környékén

προς◼◼◼

για◼◼◼

környezet

το περιβάλλον, (miliő) ο περίγυρος◼◼◼

περίγυρος (ο)

környezet elleni bűn

έγκλημα κατά του περιβάλλοντος

környezet fenntartása

διατήρηση του περιβάλλοντος

3456

Το ιστορικό σας