ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

το περιβάλλον, (miliő) ο περίγυρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
το περιβάλλον, (miliő) ο περίγυρος

környezet◼◼◼