ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τιμόνι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τιμόνι

kormánykerék◼◼◼

(autóé) το τιμόνι, (államé) η κυβέρνηση

kormány

Αντιμόνιο

Antimon◼◼◼

αντιμόνιο (antimónio)

antimon◼◼◼