ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kitűnő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kitűnő

άριστος

άριστος (-η-ο)

έξοχος

διαλεχτός

εξαιρετικός

υπέροχος