ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kiegyenlít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kiegyenlít

ακόμη και◼◼◼

ως◼◼◼

ακόμη◼◼◻

ούτε◼◻◻

έστω◼◻◻

ακριβώς◼◻◻

εξοφλώ

kiegyenlítés

εξίσωση◼◼◼

Το ιστορικό σας