ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

keret σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
keret

πλαίσιο◼◼◼

ομάδα◼◼◻

στάση

σκελετός

κάδρο

κορνίζα

πλαισιώνω

keret jogszabály

νομοθεσία-πλαίσιο

a számlája túldiszponált (túllépte a hitelkeretet)

ο λογαριασμός σας είναι ελλειμματικός

az üveg kerete eltört

ο σκελετός αυτών των γυαλιών έχει σπάσει

bekeretez

πλαίσιο◼◼◼

πλαισιώνω

mennyibe kerülnek ezek a tervezői keretek?

πόσο κοστίζει αυτός ο σκελετός

mezőgazdasági keretterv

πρόγραμμα-πλαίσιο για τη γεωργία

ágykeret

κρεβάτι◼◼◼

Το ιστορικό σας