ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kereszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kereszteződés

διασταύρωση◼◼◼

διασταύρωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

διάβαση◼◼◻

σταυροδρόμι◼◻◻

κόμβος

η διασταύρωση

keresztfiú

βαφτισιμιός

keresztlány

αναδεξιμιά

αναδεχτή

βαφτισιμιά

βαφτιστήρα

keresztmetszet

διατομή◼◼◼

keresztnév

όνομα◼◼◼

επώνυμο◼◼◻

επίθετο◼◻◻

μικρό όνομα

πρώτο όνομα

το (βαπτιστικό/μικρό) όνομα

keresztre feszít

σταυρώνω

keresztre feszítés

σταύρωση

Keresztre feszítés

Σταύρωση

keresztrejtvény

σταυρόλεξο (staurolexo, stavrolexo)

το σταυρόλεξο

Keresztrejtvény

Σταυρόλεξο

keresztség

βάπτισμα

βάφτιση

βαφτίσια

Keresztség

Βάπτισμα (Χριστιανισμός)

keresztül

μέσω◼◼◼

keresztút

σταυροδρόμι

keresztvetés

σταυρός

keresztvitorlarúd

αυλή

γιάρδα

προαύλιο

(+ birtokos eset) keresztül

μέσω

(+ tárgyeset) át, keresztül, óta; (+birtokos eset) -on/en/ön, alatt

επί

Androméda (keresztnév)

Ανδρομέδα (μυθολογία)

barátokon keresztül

μέσω κοινών φίλων

Dél Keresztje

Σταυρός του Νότου

Dél Keresztje csillagkép

Σταυρός Νότιος

123

Το ιστορικό σας